- σατούρνια
- και σατουρνία, η, Νζωολ. γένος εντυπωσιακής νυχτοπεταλούδας τής οικογένειας σατουρνίδες, στο οποίο ανήκουν τα πιο μεγαλόσωμα λεπιδόπτερα τής Ευρώπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Saturnia < Saturnus «Κρόνος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
SATURNIA — oppid. Latii a SATURNO conditum. Editiora autem loca (teste Diodorô) Saturnia dici consueverant. Σατούρνια (inquit Stephan.) Italia primum dicebatur. Gentile Saturninus, quod et proprium viri est apud historicos Romanos. Virg. Georg. l. 2. v. 173 … Hofmann J. Lexicon universale
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek